σιγόντο

σιγόντο
τό
1) муз. второй голос; 2) перен. подпевала

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σιγόντο" в других словарях:

  • σιγόντο — το, Ν βλ. σεγ(κ)όντο …   Dictionary of Greek

  • καντάδα — Μουσικό κομμάτι για τρίφωνη ανδρική χορωδία, που τραγουδιέται συνήθως νύχτα και συχνά συνοδεύεται από μουσικά όργανα (κιθάρα και μαντολίνο). Ο όρος cantada, από τον οποίο προέρχεται ο ελληνικός κ., πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην Ιταλία στις αρχές του… …   Dictionary of Greek

  • σεγκόντο — και σεκόντο και σιγόντο, το, Ν 1. η δεύτερη φωνή στην εκτέλεση ενός τραγουδιού («πρίμο σεγκόντο με όμορφη διπλοπενιά...») 2. φρ. α) «κάνω σεγκόντο» σεγκοντάρω β) «τού κρατάει σεγκόντο» τόν υποστηρίζει, παίρνει το μέρος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… …   Dictionary of Greek

  • σεγκόντο — σεγκόντο, το και σεκόντο, το και σιγόντο, το (λ. ιταλ.), άκλ. 1. μουσικός όρος που δηλώνει τη δεύτερη φωνή σε μια διωδία ή τετραωδία. 2. μτφ., υποστήριξη: Του κάνει σεγκόντο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»